- γοργογόνατος
- -η, -οαυτός που τρέχει γρήγορα, ο γοργοπόδαρος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γοργογόνατος — η, ο αυτός που τρέχει γρήγορα … Dictionary of Greek
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek
γοργοπόδαρος — η, ο αυτός που τρέχει γρήγορα, ο γρήγορος, ο γοργογόνατος: Δεν κατάφερα να πιάσω το γοργοπόδαρο λαγό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)